- προανακρίνω
- ΝΑ [ἀνακρίνω]υποβάλλω κάποιον σε προανάκρισηαρχ.1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο τού λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως2. κάνω προανάκριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προανακρίνουσιν — προανακρί̱νουσιν , προανακρίνω examine beforehand aor subj act 3rd pl (epic) προανακρί̱νουσιν , προανακρίνω examine beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προανακρί̱νουσιν , προανακρίνω examine beforehand pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανέκρινε — προανέκρῑνε , προανακρίνω examine beforehand aor ind act 3rd sg προανέκρῑνε , προανακρίνω examine beforehand imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
προανάκριση — η, Ν προκαταρκτική ανάκριση που διενεργείται μετά από έγγραφη παραγγελία τού εισαγγελέα από ανακριτικό υπάλληλο για βεβαίωση αξιόποινης πράξης, σε αντιδιαστολή προς την τακτική ανάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προανάκρισις … Dictionary of Greek
προανακρίνας — προανακρί̱νᾱς , προανακρίνω examine beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανακρίνειν — προανακρί̱νειν , προανακρίνω examine beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανακρίνοντες — προανακρί̱νοντες , προανακρίνω examine beforehand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)